- σιπταχόρας
- σιπταχόρας, ου, ὁ,A lac-tree, Schleichera trijuga, Ctes.Fr.57.22 and Fr.74:—written psitthachoras, Plin.HN37.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιπταχόρας — ὁ, Α ονομασία ινδικού δένδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. ινδικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
σιπταχόρου — σιπταχόρας lac tree masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπταχόρα — σιπταχόρᾱ , σιπταχόρας lac tree masc nom/voc/acc dual σιπταχόρας lac tree masc voc sg σιπταχόρᾱ , σιπταχόρας lac tree masc voc sg (attic) σιπταχόρᾱ , σιπταχόρας lac tree masc gen sg (doric aeolic) σιπταχόρας lac tree masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)